- μαργαροκόγχη
- ημαργαριταρόρριζα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μάργαρο + κόγχη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαργαριταρόρριζα — και μαργαρόρριζα, η (Μ μαργαριτόρριζα) μάργαρος, σεντέφι, αλλ. μαργαροκόγχη («ανάμεσα στα συντεφένια θάμπη τής μαργαριταρόρριζας κοιμάται η Μούσα», Γρυπάρης). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαργαριτάρι + ῥίζα] … Dictionary of Greek